αδειασερός

αδειασερός
-ή, -ό [άδειαση]
εύκαιρος, άεργος, αργός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άδειαση — η 1. ελεύθερος χρόνος, άνεση χρόνου, ευκαιρία 2. (για το φεγγάρι) ελάττωση, μείωση, «χάση». [ΕΤΥΜΟΛ. < αδειάζω. ΠΑΡ. αδειασάρης, αδειασερός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”